- οἰκονομικόν
- οἰκονομικόςpractised in the management of a householdmasc acc sgοἰκονομικόςpractised in the management of a householdneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγγελόπουλος, Άγγελος — (Βλαχόραφτη Αρκαδίας 1904 – Αθήνα 1995). Έλληνας οικονομολόγος,καθηγητής πανεπιστημίου, ακαδημαϊκός, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Ζαβιτσάνος, Κωνσταντίνος — (1878 – 1946). Νομικός και πολιτικός. Αρχικά, εργάστηκε ως δικαστής και στη συνέχεια εγκατέλειψε τον δικαστικό κλάδο και ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στην Ιταλία και στη Γαλλία. Το 1910 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής και το 1912 έγινε… … Dictionary of Greek